- εξάωρος
- -η, -ο (Α ἑξάωρος, -ον)1. αυτός που διαρκεί έξι ώρες («εξάωρη στάση εργασίας»)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάωρο(ν)χρονικό διάστημα έξι ωρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξάωρος — of six masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάωρος — η, ο 1. που έχει διάρκεια έξι ωρών: Εξάωρη πορεία. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάωρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξαώρων — ἑξάωρος of six masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαωρία — η (Α ἑξαωρία) [εξάωρος] νεοελλ. βάρδια, σκοπιά που διαρκεί έξι ώρες αρχ. οι έξι πρώτες ώρες τής ημέρας … Dictionary of Greek